- γναθιαίος
- -α, -ο [γνάθος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γνάθο («γναθιαία οστά» — τα οστά που σχηματίζουν τη γνάθο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γναθιαίος — α, ο αυτός που ανήκει στη γνάθο: Γναθιαία αρτηρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνάθιος — α, ο [γνάθος] 1. ο γναθιαίος 2. το ουδ. ως ουσ. γνάθιο, το το άκρο τής κάτω γνάθου στη μέση τού πιγουνιού … Dictionary of Greek
σιαγονικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιαγόνα, γναθιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγόνα. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
γναθικός — ή, ό ο γναθιαίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)